- αυταπόδεικτος
- η , ο [ος , ον ], αυταπόδεικτοςχτος, η , ο явный, очевидный; само собой разумеющийся;
αυταπόδεικτος αλήθεια — избитая истина, трюизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυταπόδεικτος αλήθεια — избитая истина, трюизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυταπόδεικτος — η, ο αυτός που αποδεικνύεται από μόνος του, ο αυτονόητος … Dictionary of Greek
αυτόδηλος — η, ο (AM αὐτόδηλος, ον) [δήλος] ολοφάνερος αυταπόδεικτος … Dictionary of Greek